- παρέρπω
- παρέρπωcreep secretly up topres subj act 1st sgπαρέρπωcreep secretly up topres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρέρπω — και παρερπύζω Α 1. έρπω κρυφά, γλιστρώ 2. (για ρήτορα) (στον Αριστοφ.) παρουσιάζομαι μπροστά προκειμένου να μιλήσω 3. (στους Δωριείς) πλησιάζω κάπου («παρέρπειν ἐν τὸ ἱερόν», επιγρ.) 4. εμφανίζομαι δημοσίως … Dictionary of Greek
παρέρπετε — παρέρπω creep secretly up to pres imperat act 2nd pl παρέρπω creep secretly up to pres ind act 2nd pl παρέρπω creep secretly up to imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέρπει — παρέρπω creep secretly up to pres ind mp 2nd sg παρέρπω creep secretly up to pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρείρπυσεν — παρέρπω creep secretly up to aor ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέρπειν — παρέρπω creep secretly up to pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέρπεις — παρέρπω creep secretly up to pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέρποντες — παρέρπω creep secretly up to pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέρπων — παρέρπω creep secretly up to pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαρέρπω — Μ [παρέρπω] παρέρπω* συγχρόνως, περνώ συγχρόνως … Dictionary of Greek
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek